Η Τουρκία υπέγραψε συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο για την αγορά 20 μαχητικών Eurofighter Typhoon, έπειτα από μακρά και επίμονη διπλωματική εκστρατεία. Ειρωνικά, αυτό το ορόσημο έρχεται χρόνια αφότου η Άγκυρα είχε απορρίψει την ευκαιρία να ενταχθεί στο πρόγραμμα Eurofighter ως ισότιμος εταίρος.
Η συμφωνία, αξίας 10,66 δισεκατομμυρίων δολαρίων, υπεγράφη στις 27 Οκτωβρίου 2025 από τον Πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και τον Πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου Κιρ Στάρμερ, κατά την πρώτη επίσημη επίσκεψη του τελευταίου στην Άγκυρα.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός χαρακτήρισε τη συμφωνία ως «τη μεγαλύτερη εξαγωγή μαχητικών αεροσκαφών μιας ολόκληρης γενιάς».
Από την άρνηση συμμετοχής στο πρόγραμμα… στην πανάκριβη αγορά
Το Eurofighter Typhoon είναι ένα πολυλειτουργικό μαχητικό 4,5ης γενιάς, που αναπτύχθηκε από την ευρωπαϊκή κοινοπραξία Eurofighter, αποτελούμενη από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία, την Ισπανία και την Ιταλία.
Κάθε πώληση σε τρίτη χώρα απαιτεί την έγκριση όλων των μελών της κοινοπραξίας, γεγονός που καθυστέρησε για χρόνια την τουρκική αγορά, λόγω του γερμανικού βέτο, το οποίο άρθηκε μόλις τον Ιούλιο του 2025.
Η νέα συμφωνία βασίζεται σε Μνημόνιο Κατανόησης (MoU) μεταξύ Άγκυρας και Λονδίνου για την πώληση περίπου 40 Typhoon, που είχε προχωρήσει μετά το πράσινο φως του Βερολίνου.
Οι χαμένες ευκαιρίες της Τουρκίας να γίνει εταίρος του Eurofighter
Αν και η Τουρκία ξεκίνησε επίσημα τις προσπάθειες απόκτησης Eurofighter μόλις το 2022–2023, η σχέση της με το πρόγραμμα χρονολογείται από τη δεκαετία του 1980. Όπως υπενθυμίζει η τουρκική εφημερίδα Yeni Şafak, «η πορεία της Τουρκίας έχει διασταυρωθεί με το Eurofighter πολλές φορές τα τελευταία σαράντα χρόνια».
Το 1983, Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Ιταλία και Ισπανία αναγνώρισαν την κοινή ανάγκη για αναβάθμιση της αεροπορικής τους ισχύος, και έτσι γεννήθηκε η ιδέα του Eurofighter. Η Γαλλία προσκλήθηκε αρχικά να συμμετάσχει, αλλά αποχώρησε και προχώρησε στην ανάπτυξη του Rafale. Το πρόγραμμα Eurofighter εγκαινιάστηκε επίσημα τον Νοέμβριο του 1988.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, η Τουρκία διαπραγματευόταν την αγορά 40 Tornado από Ευρώπη — ένα αεροσκάφος που είχε αναπτυχθεί από το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιταλία και τη Γερμανία. Η Άγκυρα τότε είχε λάβει υπόσχεση ότι θα γίνει ισότιμος εταίρος στο μελλοντικό πρόγραμμα Eurofighter, υπό την προϋπόθεση να ολοκληρωθεί η συμφωνία για τα Tornado.
Ωστόσο, η συμφωνία κατέρρευσε όταν η Υπηρεσία Εγγυήσεων Εξαγωγών του Ηνωμένου Βασιλείου αρνήθηκε να τη χρηματοδοτήσει.
Χωρίς τα Tornado, η Τουρκία στράφηκε στις ΗΠΑ και επένδυσε στα F-16 Fighting Falcon, που αποδείχθηκαν πιο ευέλικτα και οικονομικά. Η επιλογή αυτή άνοιξε τον δρόμο για την ανάπτυξη της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας, αλλά έκλεισε οριστικά την πόρτα στην ένταξή της στο Eurofighter.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η Άγκυρα είχε και πάλι προσκληθεί να συμμετάσχει στο πρόγραμμα, αυτή τη φορά με προοπτική βιομηχανικής συνεργασίας, όμως η πρόταση δεν προχώρησε, καθώς η Τουρκία είχε ήδη στραφεί προς το αμερικανικό F-35 Joint Strike Fighter (JSF).
Από το F-35 στο «πάγωμα» και την αναζήτηση νέου μαχητικού
Το 2002, η Τουρκία έγινε η έβδομη διεθνής εταίρος του προγράμματος JSF, μαζί με το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιταλία, την Ολλανδία, τον Καναδά, τη Δανία και τη Νορβηγία. Μέχρι το 2007, είχε υπογράψει μνημόνιο συμμετοχής στην παραγωγή του F-35 και επένδυσε πάνω από 1 δισεκατομμύριο δολάρια στο πρόγραμμα.
Περίπου δέκα τουρκικές εταιρείες συμμετείχαν στην παραγωγή 900 εξαρτημάτων, όπως το κεντρικό τμήμα της ατράκτου και ο πίνακας οργάνων του πιλοτηρίου. Η Άγκυρα θεωρούσε το F-35 δεδομένο για τον εκσυγχρονισμό της Πολεμικής της Αεροπορίας — έως ότου εκδιώχθηκε από το πρόγραμμα.
Αιτία ήταν η αγορά τεσσάρων ρωσικών συστημάτων S-400 το 2017. Παρά τις προειδοποιήσεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, η Τουρκία προχώρησε στην αγορά, καθώς είχε ανάγκη από αντιαεροπορική κάλυψη μεγάλης εμβέλειας.
Όταν οι S-400 παραδόθηκαν το 2019, η Άγκυρα δέχθηκε κυρώσεις από την κυβέρνηση Τραμπ στο πλαίσιο του CAATSA και αποβλήθηκε από το πρόγραμμα F-35, πλήγμα που πάγωσε τα σχέδια εκσυγχρονισμού της αεροπορίας της.
Η Τουρκία έχασε την πρόσβαση σε μαχητικά 5ης γενιάς και αναγκάστηκε να αναζητήσει ενδιάμεση λύση με αεροσκάφη 4+ γενιάς — παράλληλα με την ανάπτυξη του εγχώριου μαχητικού KAAN.
Οι διαπραγματεύσεις και η γερμανική άρση βέτο
Από το 2023, η Τουρκία ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με Ισπανία και Ηνωμένο Βασίλειο για την αγορά Eurofighter Typhoon, όπως ανακοίνωσε ο υπουργός Άμυνας Γιασάρ Γκιουλέρ. Ωστόσο, η Γερμανία αρνούνταν να εγκρίνει την εξαγωγή λόγω των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Άγκυρα.
Μόλις στα τέλη του 2024, το Βερολίνο άρχισε να αλλάζει στάση, και, με τη στήριξη της Ιταλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ισπανίας, ήρε το βέτο το καλοκαίρι του 2025.
Ο κύριος στόχος της Άγκυρας ήταν να αντισταθμίσει την αεροπορική υπεροχή της Ελλάδας, η οποία έχει ήδη αποκτήσει Rafale και υπέγραψε για F-35 Lightning II.
Παρότι η Τουρκία αναπτύσσει το δικό της μαχητικό KAAN, αυτό θα χρειαστεί χρόνια για να ενταχθεί πλήρως σε υπηρεσία.
«Καθυστερημένος αγοραστής» και υψηλό τίμημα
Όπως σημείωσε ο Aaron Stein, πρόεδρος του Foreign Policy Research Institute, η σχέση της Τουρκίας με το Eurofighter είναι «μια ολόκληρη ιστορία».
Η σημερινή αγορά, ύψους 10,66 δισ. δολαρίων για 20 αεροσκάφη, αποτελεί στρατηγική αλλά όχι ιδανική επιλογή:
η Τουρκία χάνει τα οφέλη της ισότιμης συμμετοχής στο πρόγραμμα — τη συμπαραγωγή, τη μεταφορά τεχνολογίας και την κατανομή κόστους.
Ως απλός αγοραστής πλέον, πληρώνει ακριβό τίμημα για μαχητικά 4,5ης γενιάς, με παράδοση το 2030, και χωρίς το πλεονέκτημα του εταίρου-παραγωγού.
Αυτό το χαμένο στρατηγικό προβάδισμα, εκτιμούν αναλυτές, θα δυσαρεστήσει τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στην Άγκυρα.
Η συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο και οι πρώτες παραδόσεις
Η συμφωνία ανακοινώθηκε από τον Κιρ Στάρμερ μέσω βίντεο, μπροστά από μαχητικά Eurofighter Typhoon.
Τρία αεροσκάφη της RAF πέταξαν στην Τουρκία, συνοδευόμενα από τουρκικά F-16 κατά την είσοδό τους στον εναέριο χώρο, πριν προσγειωθούν στη βάση Μουρτέντ της Άγκυρας.
Εκεί, ο Στάρμερ, μαζί με τον Βρετανό υπουργό Άμυνας Τζον Χίλι, χαιρέτισαν τους πιλότους μπροστά από ένα Typhoon.
Η συμφωνία καθιστά την Τουρκία δέκατο χειριστή του Eurofighter παγκοσμίως και καλύπτει κρίσιμο κενό έως ότου ενταχθεί το KAAN 5ης γενιάς.
Το πακέτο περιλαμβάνει και πυραύλους MBDA Meteor αερομαχίας εκτός οπτικής επαφής.
Τα αεροσκάφη θα συναρμολογηθούν από τη BAE Systems στο Ηνωμένο Βασίλειο, με ορισμένα εξαρτήματα να κατασκευάζονται σε ευρωπαϊκές εγκαταστάσεις.
Ο Στάρμερ χαρακτήρισε τη συμφωνία «νίκη για τους Βρετανούς εργαζόμενους, τη βιομηχανία άμυνας και την ασφάλεια του ΝΑΤΟ».
Η παραγγελία διασφαλίζει 500 θέσεις εργασίας στο εργοστάσιο Warton, αλλά και στην Samlesbury, όπου κατασκευάζεται το μπροστινό τμήμα της ατράκτου.
Οι πρώτες νέες μονάδες θα παραδοθούν το 2030, ενώ η Τουρκία σκοπεύει να αγοράσει επιπλέον 12 Typhoon από Κατάρ και Ομάν — με τα καταρινά αεροσκάφη να αναμένονται στις αρχές του 2026, σύμφωνα με τον Γκιουλέρ.
Αυτά τα παλαιότερα Typhoon θα λειτουργήσουν ως προσωρινή λύση, έως ότου φτάσουν τα νεότερα Tranche 4.
«Νέα εποχή» για το Eurofighter – και για την τουρκική αεροπορία
Η κοινοπραξία Eurofighter εξέφρασε ενθουσιασμό για τη συμφωνία, σημειώνοντας ότι η Τουρκία θα γίνει «η δέκατη χώρα που επιχειρεί με Typhoon» και ότι αυτό σηματοδοτεί την είσοδό της ως εταίρου στην ευρωπαϊκή κοινότητα Eurofighter.
«Η νέα αυτή συνεργασία ενισχύει περαιτέρω τη θέση του προγράμματος Eurofighter ως ραχοκοκαλιά της αεράμυνας της Ευρώπης», ανέφερε η ανακοίνωση, υπενθυμίζοντας ότι Γερμανία, Ισπανία και Ιταλία έχουν ήδη προχωρήσει σε νέες παραγγελίες.
Τα Typhoon επιχειρούν επίσης σε Αυστρία, Ομάν, Κατάρ, Κουβέιτ και Σαουδική Αραβία, γεγονός που υπογραμμίζει τον αυξανόμενο ευρωπαϊκό και διεθνή ρόλο του προγράμματος.
Πηγή: Eurasiantimes
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου